παραμαζεύω

παραμαζεύω
-εψα, -εύτηκα, -εμένος, και παραμαζώνω -ωξα, -ώχτηκα, -ωμένος
1. συγκεντρώνω, συναθροίζω υπερβολικά: Παραμάζεψα σήμερα ραδίκια.
2. περιορίζω τις διαστάσεις, μικραίνω, κονταίνω: Τον παραμάζεψες τον ποδόγυρο κι έγινε κοντό το φουστάνι.
3. μπάζω κρυφά κάποιον στο σπίτι μου συχνά, παίρνω στο σπίτι μου συχνά πρόσωπο ή πρόσωπα: Τους παραμαζεύει τους χαρτοπαίχτες στο σπίτι του και κάποια μέρα θα βρει τον μπελά του.
4. μαλώνω κάποιον, κατσαδιάζω: Μου ζήτησε κι άλλα χρήματα και τον παραμάζεψα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”